ἐπιτετευγμένως

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτυγχάνω) successfully, D.L.2.42, Ach. Tat.Intr.Arat.p.79M.

German (Pape)

[Seite 991] treffend, dem Zwecke gemäß, D. L. 2, 42 u. K. S.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτετευγμένως: с успехом, успешно (ποιεῖν τι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτετευγμένως: Ἐπίρρ. (ἐπιτυγχάνω), ἐπιτυχῶς, Διογ. Λ. 2. 42.

Greek Monolingual

ἐπιτετευγμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. του επιτυγχάνω) με επιτυχία, επιτυχημένα.