ἐπιτραπεζίδιος

English (LSJ)

ὁ παράσιτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 995] = Folgdm, Hesych. erkl. παράσιτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρᾰπεζίδιος: -ον, «ὁ παράσιτος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπιτραπεζίδιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράσιτος».