[ῠ], ᾰκος, ὁ, watchman, Longus 1.21.
[Seite 1001] ακος, ὁ, der Wächter dabei ist, Long. 1, 21, l. d.
ἐπιφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, = φύλαξ, Λόγγος 1. 21.
ἐπιφύλαξ, ὁ (Α)ο πρόσθετος φύλακας.