ἐπιχαιρέκακος

English (LSJ)

ἐπιχαιρέκακον, schadenfreuder, rejoicing over one's neighbour's misfortune, Anaxandr.59, Alex.51, Arist.EN1108b5, Ph.2.269, Gal.4.817.

German (Pape)

[Seite 1002] der sich über Anderer Unglück freut, schadenfroh, Comic. bei Ath. XV, 688 b, vgl. Mein. III, 199; Arist. Eth. 2, 7; Mel. 82 (V, 173); Poll. 3, 101 tadelt das Wort.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχαιρέκᾰκος: злорадствующий, злорадный Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαιρέκᾰκος: -ον, ὁ χαίρων ἐπὶ τοῖς τῶν ἄλλων κακοῖς, Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀδήλ. 8, Ἄλεξις ἐν «Διαπλεούσαις» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 15, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐπιχαιρεκάκως Νικ. Δαβ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Μi. τ. 38, σ. 813.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιχαιρέκακος, -ον)
αυτός που χαίρεται για τις συμφορές τών άλλων.