ἐπιψήφισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, calculation, accurate measurement, Hero *Stereom.2.69.5.

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, das Abstimmen, Genehmigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψήφῐσις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιψηφίζειν τι, δι᾿ ἐμῆς ἐπιψηφίσεως βασιλεύοντα Νικήτ. Ἰω. Κομν. σ. 30D· ― ἐπιψήφισμα, τό, Λιβάνιος τ. 4, σ. 313, 7.