ἐπιωγή, ἡ (Α)όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του].