[ᾱ], aor. 1 Pass. of πιπράσκω.
v. πιπράσκω.
ἐπράθην: (ᾱ) aor. 1 pass. к πιπράσκω.
ἐπράθην: ᾱ, ἀόρ. α΄ παθ. τοῦ πιπράσκω.
ἐπράθην: [ᾱ], Παθ. αόρ. αʹ του πιπράσκω.