ἐπράθην

English (LSJ)

[ᾱ], aor. 1 Pass. of πιπράσκω.

French (Bailly abrégé)

v. πιπράσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπράθην: (ᾱ) aor. 1 pass. к πιπράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπράθην: ᾱ, ἀόρ. α΄ παθ. τοῦ πιπράσκω.

Greek Monotonic

ἐπράθην: [ᾱ], Παθ. αόρ. αʹ του πιπράσκω.