ἐπῆρσε

English (LSJ)

Ep. 3sg. aor. 1 of ἐπαραρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῆρσε: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. α΄ τοῦ ἐπαραρίσκω.