ἐρέομαι

German (Pape)

[Seite 1025] ion. u. ep. = ἔρομαι, s. ἔρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέομαι: эп. praes. med. к ἐρέω I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέομαι: ἴδε ἔρομαι.

English (Autenrieth)

see ἐρέω.

Greek Monotonic

ἐρέομαι: Επικ. αντί εἴρομαι, ἔρομαι, ρωτώ.