ἐρήριμμαι

English (LSJ)

v. ἐρείπω.

French (Bailly abrégé)

v. ἐρείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρήριμμαι: pf. pass. к ἐρείπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρήριμμαι: ἴδε ἐρείπω.

Greek Monolingual

ἐρήριμμαι (Α)
παθ. παρακμ. του ρ. ερείπω.

Greek Monotonic

ἐρήριμμαι: Παθ. παρακ. του ἐρείπω.