ἐρίγμη

English (LSJ)

ἡ, Sch. Ar. Ra. 508, = ἔριγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίγμη: ἡ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 505.