ἐρίθηλος: -ον, = τῷ προηγ., Ρώμη Χρησμ. Σιβυλλ. 8. σ. 714.
ἐρίθηλος, -ον (Α)ο εριθηλής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του εριθηλής].
sehr wachsend, üppig sprossend, Orac.Sib.