ἐρίολβος

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίολβος: -ου, ὁ, σφόδρα ὄλβιος, βασιλεὺς Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 391. 9, ἔκδ. Λ.