ἐρευνήτρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἐρευνητής, Corn. ND 10.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, fem. zum Vorigen, Cornut. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευνήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 10.