ἐρεύθημα

English (LSJ)

-ατος, τό, redness, Gal.19.433.

German (Pape)

[Seite 1026] τό, = ἐρύθημα, Galen.

Greek Monolingual

ἐρεύθημα, τὸ (Α) ερευθώ
ερύθημα, κοκκινάδα, κοκκινίλα.