ἐρημότοπος

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημότοπος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἔρημος τόπος, καὶ ἐρημοτοπία, ἡ, Καλλίμ. κ. Χρυσορ. στ. 864 καὶ 78, ἔκδ. Λ.