ἐριθαλίς

English (LSJ)

εἶδος δένδρου, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1028] ίδος, ἡ, eine Pflanze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριθαλίς: -ίδος, ἡ, «εἶδος δένδρου» Ἡσύχ.