ἐρικτός

English (LSJ)

ἐρικτή, ἐρικτόν, v. ἐρεικτός.

German (Pape)

[Seite 1029] ή, όν, = ἐρεικτός, geschroten, bes. von der Gerste, τὰ ἐρικτά, Gerstenschrot u. daraus bereitetes Brot, Hippocr., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρικτός: -ή, -όν, ἴδε ἐρεικτός.