ἐριπών

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῐπών: μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐρείπω.

Greek Monotonic

ἐρῐπών: μτχ. αορ. βʹ του ἐρείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐπών: part. aor. 2 к ἐρείπω.