ἐροτή

English (LSJ)

ἡ, = ἑορτή, POxy.2084.26 (iii A.D.); Cypr. acc. to Hsch.: ἔροτις Aeol. (acc. to Eust.1908.57), E.El.625: also in Dor. Inscrr., IG4.583.6 (Argos), SIG1009.5 (Chalcedon); θεοῖς ὧνπερ ἔην ἔ. IG11 (4).1150 (Delos).

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, cyprisch für ἑορτή, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐροτή: ἡ Κύπριοι, ἀντὶ ἑορτὴ καθ’ Ἡσυχ.· ἔροτις δὲ Αἰολ. (κατὰ τὸν Εὐστ.), Εὐρ. Ἠλ. 625, πρβλ. Εὐστ. 1908, 57, Μ. Ἐτυμ. 379. 31: - περὶ τοῦ ἔροτις καὶ ὁ Ἡσυχ. λέγει: «ἔροτις ἑορτή, πανήγυρις» καὶ «ἔροτιν· ἑορτήν».