ἐρυθίβη

English (LSJ)

ἐρῠθ-ιος, said to be Rhodian for ἐρυσίβ-η, -ιος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθίβη: ἡ, κατὰ Ροδίους ἀντὶ ἐρυσίβη, Στράβ. 613.

Greek Monolingual

η
βλ. ερυσίβη.