ἐσέπτατο

French (Bailly abrégé)

v. εἰσίπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐσέπτατο: ион. 3 л. sing. aor. med. к εἰσίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσέπτατο: ἴδε εἰσπέτομαι.

Greek Monotonic

ἐσέπτατο: βλ. εἰσπέτομαι.