ἐσαπικνέομαι

French (Bailly abrégé)

ion. c. εἰσαφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐσαπικνέομαι: ион. = εἰσαφικνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσαπικνέομαι: Ἰων. ἀντὶ εἰσαφικνέομαι.

Greek Monotonic

ἐσαπικνέομαι: Ιων. αντί εἰσ-αφικνέομαι.