ἐσιδεῖν

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de εἰσοράω.

English (Autenrieth)

see εἰσεῖδον.

Greek Monotonic

ἐσῐδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του εἰσεῖδον· ἐσιδέσθην, βʹ δυϊκ. Μέσ. αορ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσιδεῖν: inf. aor. к εἰσοράω Aesch.