ἐσπιφράναι

Greek (Liddell-Scott)

ἐσπιφράναι: ἀπαρέμφ. ἀπαντῶν ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 3, κατὰ τὸ φαινόμενον = εἰσφρεῖν ἠ εἰσφέρειν, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἐσπιφράναι: Arst. предполож. = εἰσφέρειν.