ἐσχατογέρων

English (LSJ)

extremely old, decrepit, of extreme old age; v. ἐσχατόγηρος.

German (Pape)

[Seite 1046] οντος, ὁ, = ἐσχατόγηρως, Sp.

Greek Monolingual

ἐσχατογέρων, ὁ (Α)
ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων.