ἐσᾶλτο
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 épq. de ἐσάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐσᾶλτο: и ἐσήλατο эп. 3 л. sing. aor. к εἰσάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσᾶλτο: ἴδε εἰσάλλομαι.
English (Autenrieth)
see εἰσάλλομαι.
3ᵉ sg. ao.2 épq. de ἐσάλλομαι.
ἐσᾶλτο: и ἐσήλατο эп. 3 л. sing. aor. к εἰσάλλομαι.
ἐσᾶλτο: ἴδε εἰσάλλομαι.
see εἰσάλλομαι.