ἐτάλασσα

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de τλάω.

Greek Monotonic

ἐτάλασσα: Επικ. αόρ. αʹ του *τλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐτάλασσα: эп. aor. 1 к *τλάω.