ἐτέταλτο

French (Bailly abrégé)

v. τέλλω.

English (Autenrieth)

see τέλλω.

Greek Monotonic

ἐτέταλτο: γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του τέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐτέταλτο: 3 л. sing. ppf. pass. к τέλλω.