ἐφέννυμι
English (LSJ)
v. ἐπιέννυμι.
German (Pape)
[Seite 1114] (s. ἕννυμι) u. p. ἐπιέννυμι (w. m. s.), bekleiden, nur med., sich anziehen, ἐφεσσαμένη ὑπὲρ ὤμων Agath. 5 (V, 276), ἐφεσσάμενος βῶλον Add. 9 (VII, 238), vom Begrabenwerden.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέννῡμι: = ἐπιέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέννῡμι: ἴδε ἐπιέννυμι.
Greek Monolingual
ἐφέννυμι (Α)
(άχρ. τ.) βλ. ἐπιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕννυμι «ενδύω»].
Greek Monotonic
ἐφέννῡμι: βλ. ἐπιέννυμι.