ἐφήβαια

Greek (Liddell-Scott)

ἐφήβαια: τά (ἥβη) τὰ περὶ τὰ αἰδοῖα μέρη, Λατ. pubes, Διοσκ. 1. 3, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α.