ἐφήμισυς
English (LSJ)
υ, half as much again, POxy.1668.10 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ἐφήμισυς, -εος, -υ (Α) ἥμισυς
πάπ. αυτός που περιέχει μία μονάδα και μισή, ο ενάμισυς.
υ, half as much again, POxy.1668.10 (iii A.D.).
ἐφήμισυς, -εος, -υ (Α) ἥμισυς
πάπ. αυτός που περιέχει μία μονάδα και μισή, ο ενάμισυς.