ἐφεῖναι

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἐφίημι.

Greek Monotonic

ἐφεῖναι: απαρ. αορ. βʹ του ἐφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεῖναι: inf. aor. 2 к ἐφίημι.