ἐφηβοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, title of official at Pergamum, IGRom.4.396.
Greek Monolingual
ἐφηβοφύλαξ, ὁ (Α)
επιγρ. αξίωμα επόπτη τών εφήβων στην Πέργαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφηβος + φύλαξ.
[ῠ], ᾰκος, ὁ, title of official at Pergamum, IGRom.4.396.
ἐφηβοφύλαξ, ὁ (Α)
επιγρ. αξίωμα επόπτη τών εφήβων στην Πέργαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφηβος + φύλαξ.