ον, = ἐχεπευκής, Eust. 42.33.
[Seite 1124] Erkl. des vorigen Wortes, Eust.
ἐχέπικρος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐστ. 42. 33.
ἐχέπικρος, -ον (Μ)(κατά τον Ευστ.) εχεπευκής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + πικρός.