ἐχέπικρος

English (LSJ)

ον, = ἐχεπευκής, Eust. 42.33.

German (Pape)

[Seite 1124] Erkl. des vorigen Wortes, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέπικρος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐστ. 42. 33.

Greek Monolingual

ἐχέπικρος, -ον (Μ)
(κατά τον Ευστ.) εχεπευκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + πικρός.