ἐχθίστατος

English (LSJ)

v. ἔχθιστος, Luc.

French (Bailly abrégé)

Sp. de ἔχθιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθίστατος: Luc. (= ἔχθιστος) superl. к ἐχθρός I.