ἐῶμεν

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. de ἐάω.

Greek Monotonic

ἐῶμεν: συνηρ. αʹ πληθ. του ἐάω· ἐῶμι, αʹ ενικ. ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐῶμεν: 1 л. pl. praes. к ἐάω.