ἑκατογκάρανος

English (LSJ)

ἑκατογκάρανον, = ἑκατογκεφάλας (hundred-headed), A. Pr. 355.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκάρᾱνος: (κᾰ) Aesch. = ἑκατογκέφαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.

Greek Monolingual

ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.

English (Woodhouse)

with a hundred heads