ἑκηβελέτης

English (LSJ)

ἑκηβελέτου, ὁ, = ἑκηβόλος, Orph. Fr.297.11.

German (Pape)

[Seite 759] ὁ, = ἑκηβόλος, Orph. frg. 28, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβελέτης: -ου, ὁ, = ἑκηβόλος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 11.