ἑκτικεύομαι

English (LSJ)

suffer from hectic fever, Alex.Trall.Febr.4 (aor. part. -κωθέντας corrupt, ib.5).

Spanish (DGE)

padecer fiebres hécticas Alex.Trall.1.367.13, ὁ δὲ ἑκτικὸς (σφυγμὸς) ... ἑκτικευομένοις συνεδρεύει Paul.Aeg.2.11.24.

German (Pape)

[Seite 781] med., hektisch sein, Medic.

Greek Monolingual

ἐκτικεύομαι (Μ)
πάσχω από εκτικό πυρετό.