ἑκόντως
Greek (Liddell-Scott)
ἑκόντως: ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente τὰ τῶν ἑκόντως ἀποθνησκόντων χρήματα D.C.58.16.3.
ἑκόντως: ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.
adv. voluntariamente τὰ τῶν ἑκόντως ἀποθνησκόντων χρήματα D.C.58.16.3.