ἑλένιος

English (LSJ)

ἀγγεῖον χωροῦν τέταρτον, Hsch. ἑλενοί· κλήματα τὰ τῶν ἀμπέλων, Id.; cf. ἕλινος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ recipiente, vasija con capacidad para un cuarto, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλένιος: «ἀγγεῖον χωροῦν τέταρτον» Ἡσύχ., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 191.