ἑλέσται

Greek (Liddell-Scott)

ἑλέσται: ἑλέστω, χρήστω, (= ἑλέσθαι, ἑλέσθω, χρήσθω) Ἐπιγρ. Λοκρική, ἔκδ. Ἰω. Οἰκ. ― Πρβλ. Κουμαν. Συναγ. ἀθησαυρίστων λέξεων ἐν οἰκείῳ τόπῳ.