ἑλειοσέλινον

English (LSJ)

or ἑλεοσέλινον, τό, marsh-celery, Apium graveolens, Thphr. HP7.6.3, Dsc.3.64.

German (Pape)

[Seite 794] τό, Sumpfeppich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλειοσέλῑνον: τό, τὸ ἐν ἑλώδεσι τόποις φυόμενον ἀγριοσέλινον, Apium graveolens, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3· ὑδροσέλινον ἄγριον, Διοσκ. 3. 75.

Greek Monolingual

ἑλειοσέλινο και ἐλειοσέλινον, το (Α)
αγριοσέλινο.