ἑλκυστήριος
English (LSJ)
α, ον, fit for drawing, ζῷα draught animals, Men.Prot.p.17 D.
Spanish (DGE)
-α, -ον
apto para arrastrar, de tiro o carga ἕτερα ἑλκυστήρια ζῷα otras bestias de carga Men.Prot.6.1.219
•subst. ὁ ἑ. rienda Sch.Er.Il.16.475c.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἑλκυστήριος, -ον)
κατάλληλος να ασκήσει έλξη.