ἑνίζω

English (LSJ)

A to be a partisan of the One, i.e. teach a monistic doctrine, Arist.Metaph.986b21, Procl. in Prm.p.597 S.
II treat as a unity, τι τῇ διανοίᾳ Plot.6.9.6:—Pass., ὡς μονὰς καὶ σημεῖον -ίζεται ibid.
III unite, ἑαυτὸν τῷ ἐραστῷ Procl.in Alc.p.33 C.; unify, τὰς ἐμφύτους ἐννοίας Porph.Marc.10; τὰ ὄντα Procl.Inst.13:—Pass., Porph.Sent.11; πλῆθος ἑνιζόμενον reduced to unity, ib.36; τὸ ἑνιζόμενον, opp. τὸ ἑνίζον, Dam.Pr.13.
IV Med., concentrate, Hero *Deff. 136.25.

Spanish (DGE)

I intr.
1 en v. act. ser partidario del Uno, proponer una doctrina monística de Jenófanes, Arist.Metaph.986b21, ἡ θεωρία ἡ ἑνίζουσα Procl.in Prm.769.
2 en v. med. unirse ὁ δὲ νοῦς ... ἑνίζεται πρὸς αὐτὸ (τὸ νοητὸν) ταῖς νοεραῖς ... ἐνεργείαις Hero Def.136.25, αἱ ἀσώματοι ὑποστάσεις ... ἑνίζονται Porph.Sent.11, τὸ δὲ πλῆθος ἑνιζόμενον Porph.Sent.36.
II tr.
1 considerar como una unidad ὅταν αὐτὸν (ἢ νοῦν ἢ θεὸν) ἑνίσῃς τῇ διανοίᾳ Plot.6.9.6, en v. pas. ὡς μονὰς καὶ σημεῖον ἑνίζεται Plot.ib.
2 unir ὁ θεῖος ἔρως ... ἑαυτὸν ἑνίζων τῷ ἐραστῷ Procl.in Alc.33
unificar ἁπλότητας ἀκροτήτων ἑνίσασα mónada que habiendo unificado las unidades de máximas sublimidades dicho de Dios, Synes.Hymn.9.61, συνάγοις δ' ἂν καὶ ἑνίζοις τὰς ἐμφύτους ἐννοίας Porph.Marc.10, ἑνίζων ... τὰ ὄντα Procl.Inst.13, en v. pas. τὸ ἑνιζόμενον op. τὸ ἑνίζον Dam.Pr.13.

German (Pape)

[Seite 844] als Eins setzen, vereinigen, Sp.

French (Bailly abrégé)

rendre un, ramener à l'unité.
Étymologie: ἐν, εἷς.

Russian (Dvoretsky)

ἑνίζω: филос. устанавливать единство, класть в основу мира единое начало (Ξενοφάνης πρῶτος τούτων ἑνίσας Arst.).