ἑνοτήσιος
Greek (Liddell-Scott)
ἑνοτήσιος: -ον, ὁ ἑνῶν, ὁ διαλλάττων, Συνεσ. Ὑμν. 2. 31.
Spanish (DGE)
-ον
unificador, que unifica ἑνοτήσιον φέγγος ἁγίας ... πνοιᾶς Synes.Hymn.5.31.
ἑνοτήσιος: -ον, ὁ ἑνῶν, ὁ διαλλάττων, Συνεσ. Ὑμν. 2. 31.
-ον
unificador, que unifica ἑνοτήσιον φέγγος ἁγίας ... πνοιᾶς Synes.Hymn.5.31.