ἑξάσιν
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάσιν: δοτ. πληθ. τοῦ ἕξ, παρασχόμενοι τοῖς ἑξάσιν βασιλείσκοις βόας με΄ Ἐπιγρ. Αἰθιοπίας τοῦ δ΄ μ.Χ. αιῶνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128.
ἑξάσιν: δοτ. πληθ. τοῦ ἕξ, παρασχόμενοι τοῖς ἑξάσιν βασιλείσκοις βόας με΄ Ἐπιγρ. Αἰθιοπίας τοῦ δ΄ μ.Χ. αιῶνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128.