ἑξαγωνιαῖον

Greek (Liddell-Scott)

ἑξαγωνιαῖον: τό, τὸ ἔχον ἓξ γωνίας, ἑξάγωνον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 1082Β.

Spanish (DGE)

-ου, τό hexágono Epiph.Const.Exp.Fid.4.8 (bis).