ἑξηκοντάλιθος

English (LSJ)

ὁ, precious stone of many colours, Plin.HN37.167.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκοντάλῐθος: -ον, ὁ ἔχων ἑξήκοντα λίθους, Πλίν. Ν. Η. 37. 10, 60.

Greek Monolingual

ἐξηκοντάλιθος, ο (Α)
πολύτιμος πολύχρωμος λίθος.